- φαφλατιά
- η, Ν1. η ιδιότητα τού φαφλατά2. φλυαρία, πολυλογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαφλατάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαγκ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαφλατάρισμα — το, Ν [φαφλατάρω] φαφλατιά, φλυαρία … Dictionary of Greek
φαφλατάρισμα — το, ατος φλυαρία, φαφλατιά, αεροκοπάνισμα, τσαμπούνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)